-
1 εὔ-θρονος
εὔ-θρονος, ep. ἐΰϑρονος, mit schönem Sitz, schönthronend, Eos, Il. 8, 565 Od. 6, 48. 15, 495. 17, 497; Ἀφροδίτη Pind. I. 2, 5, Κλειώ N. 3, 79, Ώραι P. 9, 62, Κάδμου κοῠραι Ol. 2, 22; μήτηρ πάντων ἀϑανάτων Ap. Rh. 1, 1094 u. Orph.
-
2 κόρα
κόρα, κούρα (κόρα, -ᾳ, -αν; -οι, -ᾶν, -αισι: κούρα, -ας, -ᾳ, -αν; -αις.)a daughter esp. unmarried daughter.εὐθρόνοις Κάδμοιο κούραις O. 2.23
“ Κενταύρου με κοῦραι θρέψαν ἁγναί” P. 4.103μετὰ κόραισι Νηρῆος ἁλίαις O. 2.29
ἀρχᾶθεν Ἰαπετιονίδος φύτλας κοῦροι κορᾶν O. 9.56
κόραι Πιερίδες Διός O. 10.96
“ φαμὶ γὰρ — Ἐπάφοιο κόραν ἀστέων ῥίζαν φυτεύσεσθαι” Libya P. 4.14 ἁρμόζοισα θεῷ τε γάμον μιχθέντα κούρᾳ θ' ψέος εὐρυβία Cyrene P. 9.13Ἀνταίου μέτα καλλίκομον μναστῆρες ἀγακλέα κούραν P. 9.106
Λίβυς, ἁρμόζων κόρᾳ νυμφίον ἄνδρα P. 9.117
Κάδμου κόραι P. 11.1
Δαρδανίδα κόραν Πριάμου Κασσάνδραν P. 11.19
Δαναοῦ πόλιν ἀγλαοθρόνων τε πεντήκοντα κορᾶν N. 10.1
βαθύζωνοι κόραι χρυσοπέπλου Μναμοσύνας Muses I. 6.74 [κού[ρα] (supp. Reitzenstein i. e. Zeuxippe: κοῦ[ρος] Snell) fr. 51b.]Λατοίδαν θαμινὰ Δελφῶν κόραι μελπόμεναι Pae. 6.16
Μναμοσύνᾳ κόραισί τ Muses Πα. 7B. 16.κόρα μιγεῖσ' ὠκεανοῦ Μελία Pae. 9.43
Δωρίδος [πε]ντήκο[ντα κο]ύραις (supp. Lobel: i. e. Nereids) Θρ. 4. 5.b unmarried girl ἐπεὶ τείχει θέσαν ἐν ξυλίνῳ σύγγονοι κούραν Koronis, pregnant by Apollo P. 3.39Ματρί, τὰν κοῦραι παρ' ἐμὸν πρόθυρον σὺν Πανὶ μέλπονται P. 3.78
“ κούρας δ' ὁπόθεν γενεὰν ἐξερωτᾷς” P. 9.43 μάντιν τ' ὄλεσσε κόραν Kassandra P. 11.33 φορβάδων κορᾶν ἀγέλαν ἑκατόγγυιον the temple prostitutes of Aphrodite at Korinth fr. 122. 19. esp. of Pallas Athene,πατρί τε κόρᾳ τ' ἐγχειβρόμῳ O. 7.43
κούρα Παλλὰς O. 13.65
Ἥρας πόσιν τε πειθέμεν κόραν τε γλαυκώπιδα N. 7.96
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий